- αμυγδαλίς
- ἀμυγδαλὶς (-ίδος), η (Α) [ἀμυγδάλη]αμύγδαλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμυγδαλίδας — ἀμυγδαλίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυγδαλίδες — ἀμυγδαλίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμυγδάλη — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ., 26 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αγιάς του νομού Λαρίσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λακέρειας. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 103 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Υπάγεται διοικητικά… … Dictionary of Greek